- σκορπιακός
- σκορπ-ιακός, ή, όν,A of or for a scorpion, -κὴ ἀντίδοτος Claud. Abascant. ap. Gal.14.177.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκορπιακός — ή, όν, Α [σκορπίος] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε σκορπιό («σκορπιακὴ ἀντίδοτος» αντίδοτο για το δάγκωμα από σκορπιό, Γαλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σκορπιακόν φάρμακο που δρα ως αντίδοτο στο δάγκωμα σκορπιού … Dictionary of Greek
σκορπιακά — σκορπιακός of neut nom/voc/acc pl σκορπιακά̱ , σκορπιακός of fem nom/voc/acc dual σκορπιακά̱ , σκορπιακός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκορπιακῆς — σκορπιακός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκορπιακή — σκορπιακός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)